- επίσκιος
- ἐπίσκιος, -ον (Α)1. σκιερός, σκοτεινός («τόπος... ἐπίσκιος», Πλάτ.)2. αυτός που δεν ασχολείται με την πολιτική, ήσυχος («εἰς ἐπίσκιόν τινα βίον καὶ σχολαστὴν καὶ μονότροπον», Πλούτ.)3. αυτός που επισκιάζει, που ρίχνει σκιά («ὀμμάτων ἐπίσκιον χεῑρ’ ἀντέχοντα...», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -σκιος (< σκιά)].
Dictionary of Greek. 2013.